- εμβρυολόγος
- οο ειδικός στην εμβρυολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβρυολόγος — ο, η ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την εμβρυολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
βιογενετική — Το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών. Οι θεωρίες αυτές διακρίνονται σε βιογενετικές και σε αβιογενετικές. Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι η ζωή είναι τόσο παλιά όσο και το σύμπαν και επομένως,… … Dictionary of Greek
Πάντερ, Κριστιάν — (Ρίγα 1794 – Πετρούπολη 1865). Ρώσος εμβρυολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος. Σπούδασε στο ινστιτούτο του Ντερπτ και σε διάφορα ινστιτούτα της Γερμανίας. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης. Το 1842 διορίστηκε στο υπουργείο… … Dictionary of Greek
Ρέμακ, Ροβέρτος — (Remak, 1815 – 1865). Γερμανός ιστολόγος, εμβρυολόγος και νευροπαθολόγος. Αποφοίτησε το 1859 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από την ίδια χρονιά διετέλεσε καθηγητής σ’ αυτό. Οι σπουδαιότερες εργασίες του αφορούσαν τη νευροϊστολογία, τη δομή … Dictionary of Greek